ὁδοποιός — one who opens the way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοποιός — ο ειδικός μηχανικός για τη χάραξη και κατασκευή δρόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοποιοί — ὁδοποιός one who opens the way masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοποιούς — ὁδοποιός one who opens the way masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοποιόν — ὁδοποιός one who opens the way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
γεφυροδοποιός — ο κατασκευαστής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + οδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] … Dictionary of Greek
οδοποιία — η (Α ὁδοποιΐα και ὁδοποΐα) [οδοποιός] η κατασκευή οδού, το έργο τού οδοποιού νεοελλ. το σύνολο τών τεχνικών εργασιών που γίνονται για τη χάραξη και κατασκευή ή επισκευή και διαρρύθμιση τών χερσαίων οδών και ο αντίστοιχος επιστημονικός και… … Dictionary of Greek
οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… … Dictionary of Greek